ανολκή

ανολκή
η (Α ἀνολκή) [ολκή]
νεοελλ.
Ναυτ. (για πλοία) ανέλκυση στην ξηρά μέ μηχανικά κυρίως μέσα
αρχ.
έλξη προς τα επάνω, ρυμούλκηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀνολκῆς — ἀνολκή hauling up fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνολκήν — ἀνολκή hauling up fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανολκεύς — ο είδος βαρούλκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανολκή. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον ταγματάρχη Γρηγόριο Χαντσερή, ως απόδοση του γαλλ. la chevre] …   Dictionary of Greek

  • περίτροχος — η, ο / περίτροχος, ον, ΝΜΑ [περιτρέχω] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περίτροχο σύσκευο από σχοινί με κόμπους που χρησιμοποιείται για την ανολκή τού σχοινιού ή τής αλυσίδας τής άγκυρας μσν. αρχ. 1. κυκλοτερής, σφαιρικός (α. «ἐν δὲ μετώπῳ λευκόν σῆμ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”